- εὐκνήμου
- εὔκνημοςwith beautiful anklemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύκνημος — η, ο (Α εὔκνημος, ον) αυτός που έχει καλές, ωραίες κνήμες («εὐκνήμου... ποδός», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για ανδριάντες) αυτός που έχει ωραία σκέλη, γερές κνήμες 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὔκνημος είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κνημος (< κνήμη), πρβλ.… … Dictionary of Greek